Δέσμευση και Αποθήκευση του CO2( CCS)
Το CCS έχει χαρακτηριστεί ως μία από τις πιο ελπιδοφόρες νέες τεχνολογίες που μπορούν να προσφέρουν άμεσα σημαντικές μειώσεις των εκπομπών ρύπων του θερμοκηπίου σε παγκόσμια κλίμακα. Σύμφωνα με την IPCC (διεθνείς ομάδα για την αλλαγή του κλίματος), η τεχνολογία CCS θα μπορούσε να συνεισφέρει μέχρι και 55% στην προσπάθεια περιορισμού των εκπομπών που απαιτείται μέχρι το 2100, για τη σταθεροποίηση των συγκεντρώσεων των ρύπων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα.
Αρχή λειτουργίας CCS
Το CCS είναι μια διαδικασία η οποία περιλαμβάνει 3 βασικά στάδια:
1. Τη δέσμευση του διοξειδίου του άνθρακα από τις εκπομπές μεγάλων ενεργειακών και βιομηχανικών εγκαταστάσεων, προτού εισέλθουν στην ατμόσφαιρα.
2. Τη μεταφορά και
3. Την επακόλουθη αποθήκευση του διοξειδίου του άνθρακα σε υπόγειους γεωλογικούς σχηματισμούς, με σκοπό τη μακροπρόθεσμη απομόνωσή του από την ατμόσφαιρα.
Κατά το στάδιο της δέσμευσης, το διοξείδιο του άνθρακα μπορεί να συλληφθεί είτε πριν τη καύση (pre-combustion), είτε μετά την καύση (post-combustion) ή και με άλλες τεχνολογίες καύσης (π.χ. oxy-fuel). Πιθανές εγκαταστάσεις στις οποίες το CCS μπορεί να εφαρμοστεί περιλαμβάνουν κυρίως μεγάλες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής (από ορυκτά καύσιμα και ιδιαίτερα γαιάνθρακα), αλλά και βιομηχανικές εγκαταστάσεις, όπως τσιμεντοβιομηχανία, διυλιστήρια και μονάδες επεξεργασίας φυσικού αερίου, χαλυβουργία, πετροχημικά συγκροτήματα και μονάδες παραγωγής αμμωνίας, συνθετικών καυσίμων και υδρογόνου.
Η μεταφορά του CO2 μπορεί να γίνει με αγωγούς, που αποτελεί την οικονομικότερη μέθοδο συνολικά, ή με πλοία, που αποτελεί την οικονομικότερη μέθοδο για μεγάλες αποστάσεις (περίπου 1700 χμ. και άνω).
Η αποθήκευση του διοξειδίου του άνθρακα μπορεί να γίνει σε υπόγειους και υποθαλάσσιους γεωλογικούς σχηματισμούς, όπως σε εξαντλημένους ταμιευτήρες πετρελαίου και αερίου, σε αλατούχους υδροφόρους ορίζοντες μεγάλου βάθους, σε ταμιευτήρες μη εξορυγμένου γαιάνθρακα, σε υποθαλάσσιες υδάτινες στήλες και μέσω ορυκτοποίησης. Το διοξείδιο του άνθρακα, θα εγχέεται σε ένα στρώμα ιζήματος πάχους 300 μέτρων, το οποίο θα βρίσκεται σε βάθος όχι λιγότερο από 3.000 μέτρα, και εκεί θα αποθηκεύεται. Σε αυτές τις συνθήκες το CO2 θα είναι πολύ δύσκολο να απελευθερωθεί, και θα παραμένει ανεπηρέαστο από κάθε είδους γεωμηχανική διαταραχή. Στις πολύ υψηλές πιέσεις και θερμοκρασίες που επικρατούν σε αυτά τα βάθη, το CO2 βρίσκεται στην υγρή κατάσταση και είναι πυκνότερο από το ιζηματογενές υλικό. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα το CO2 να είναι βαρυτικά σταθερό. Το διοξείδιο του άνθρακα πολύ αργά θα διαλυθεί στο ρευστό ίζημα και θα καταβυθιστεί σε μεγαλύτερα βάθη.
Εγκαταστάσεις οι οποίες συλλέγουν και απομονώνουν εκπεμπόμενα αέρια έχουν είδη προταθεί για εφαρμογή στην Σκοτία, στην Καλιφόρνια, και στην Αυστραλία. Η εγκατάσταση στη Σκοτία θα είναι έτοιμη για λειτουργία το 2010.
Eφαρμογή της μεθόδου
Οι Βρετανικοί και Νορβηγικοί πετρελαϊκοί όμιλοι - Shell και Statoil - ανακοίνωσαν σχέδια για να θάψουν κάτω από τον πυθμένα της Βόρειας Θάλασσας το διοξείδιο του άνθρακα. Το διοξείδιο του άνθρακα θα είναι αυτό που εκλύεται από θερμοηλεκτρικά εργοστάσια στη Νορβηγία και θα το διοχετεύσουν μέσα σε παλιά υπεράκτια κοιτάσματα πετρελαίου για να απομακρύνουν από αυτά όσο πετρέλαιο έχει απομείνει. Το κόστος των 1.2 έως 1.5 δισ. ευρώ της επιχείρησης θα το επωμιστούν οι κυβερνήσεις.
Αυτή η διαδικασία κάποιοι την βλέπουν και σαν μια προσπάθεια να περιορίσουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου αλλά και να αξιοποιήσουν καλύτερα τα υπάρχοντα κοιτάσματα πετρελαίου. Κι αυτό γιατί το διοξείδιο του άνθρακα όπως αναφέραμε είναι το κυριότερο από τα αέρια που προκαλούν την παγκόσμια θέρμανση και έτσι θα παραμένει για πάντα παγιδευμένο στον πυθμένα.
Η Statoil ήδη αφαιρεί διοξείδιο του άνθρακα από ένα φυσικό πηγάδι αερίου και το αποθηκεύει κάτω από πυθμένα της Βόρειας Θάλασσας, ενώ άλλες εταιρείες χρησιμοποιούν ήδη συμπιεσμένο διοξειδίου του άνθρακα για να αξιοποιήσουν καλύτερα τα κοιτάσματα πετρελαίου στο Τέξας της Βόρειας Αμερικής. Κάθε χρόνο θάβονται περίπου 30 εκατομμύρια τόνοι διοξειδίου το χρόνο, σε μια προσπάθεια που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970 για να αυξηθεί η ανάκτηση του πετρελαίου από τα κοιτάσματα.
Μειονεκτήματα της μεθόδου CCS
Πριν το CΟ2 διοχετευθεί στο έδαφος, συμπιέζεται έως ότου φτάσει σε υπερκρίσιμη κατάσταση - γίνεται εξαιρετικά πυκνό και παχύρρευστο, ενώ συμπεριφέρεται περισσότερο σαν υγρό παρά σαν αέριο. Σε αυτή τη μορφή, το CΟ2 πρέπει να παραμένει παγιδευμένο στο έδαφος για χιλιάδες χρόνια, αν όχι για πάντα. Ο κίνδυνος είναι μήπως μηχανικοί κατά λάθος «αποσυμπιέσουν» μία τέτοια δεξαμενή ενώ ψάχνουν για πετρέλαιο ή φυσικό αέριο. Υπάρχει επίσης το ενδεχόμενο το διοξείδιο του άνθρακα ν' αρχίσει να διαρρέει αργά μέσω φυσικών ρωγμών στα υπόγεια πετρώματα και έτσι να καταλήξει σε υπόγεια και κελάρια.
Άλλο ένα μειονέκτημα αποτελεί το κόστος. Το σημερινό τυπικό κόστος του CCS στις εγκαταστάσεις παραγωγής ενέργειας μπορεί να κυμανθεί από 30 $ ως 90 $/t CO2. Το κόστος αυτό καθιστά το CCS όχι μόνο μη ανταγωνιστικό, σε σχέση με άλλες τεχνολογίες μείωσης των ρύπων του θερμοκηπίου (π.χ. κάποιες μορφές ανανεώσιμων πηγών ενέργειας), αλλά και απαγορευτικό, σε σχέση με τις τωρινές τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων (25 € ανά τόνο CO2), χωρίς την παροχή κάποιων επιπλέον κινήτρων. Παρόλα αυτά, το κόστος της δέσμευσης διοξειδίου του άνθρακα στις εγκαταστάσεις παραγωγής ενέργειας θα μπορούσε να μειωθεί 20% με 30% κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας, λόγω νέων τεχνολογιών που είναι ακόμα στη φάση έρευνας ή επίδειξης. Οι δαπάνες της μεταφοράς και της αποθήκευσης του CO2 θα μπορούσαν και αυτές να μειωθούν περαιτέρω, λόγω ωρίμανσης της τεχνολογίας και των σχετικών οικονομιών κλίμακας. Έτσι, λοιπόν, το συνολικό κόστος για το CCS αναμένεται να μειωθεί, ίσως, σε λιγότερο από 20-25 $/t CO2 μέχρι το 2030. Επιπλέον, η JPMorgan εκτιμά πως μετά το 2012 η τιμή των δικαιωμάτων ρύπων CO2 θα διαμορφωθεί κοντά στα 30 €/t CO2 και στα 40 €/t CO2 μετά το 2020. Σύμφωνα με τα παραπάνω, το CCS αναμένεται να γίνει ανταγωνιστικό σε λιγότερο, ίσως, από μία δεκαετία.
Το CCS στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα ο τομέας ηλεκτροπαραγωγής, με ετήσιες εκπομπές 54 εκ. CO2, ευθύνεται για το 40% σχεδόν των συνολικών ετήσιων εκπομπών της χώρας ποσοστό που ξεπερνά κατά πολύ το μέσο όρο της Ε.Ε. Η πιθανή εφαρμογή της τεχνολογίας CCS στην Ελλάδα θα μπορούσε να είναι ευρεία, λόγω και της διαδεδομένης χρησιμοποίησης γαιάνθρακα για ηλεκτροπαραγωγική δραστηριότητα. Για παράδειγμα, μια πλήρης εφαρμογή του CCS για μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που χρησιμοποιούν γαιάνθρακα ως πρώτη ύλη θα μπορούσε θεωρητικά να συνεισφέρει στον περιορισμό των εκπομπών τους μέχρι και 70-80%, το οποίο θα αντιστοιχούσε σε μια μείωση περίπου 20-25% των εθνικών μας εκπομπών. Κάτι τέτοιο, βέβαια, είναι ρεαλιστικά αδύνατο στο προσεχές μέλλον, τόσο για οικονομικούς, όσο και για πρακτικούς λόγους που έχουν να κάνουν με τη διαθεσιμότητα, αλλά και με την καταλληλότητα των χώρων αποθήκευσης
Σύμφωνα βέβαια με το ΙΓΜΕ, έχουν εντοπιστεί τέσσερις περιοχές που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως χώροι μελλοντικής αποθήκευσης των αερίων. Οι δύο μεγαλύτερες βρίσκονται στη Β. Ελλάδα, η μία στα κοιτάσματα φυσικού αερίου της νότιας Καβάλας που έχουν εξαντληθεί και η δεύτερη στα κοιτάσματα πετρελαίου του Πρίνου που προοδευτικά εξαντλούνται. Οι κοιλότητες των κοιτασμάτων που υπάρχουν εκεί και αποτελούν τη μία κατηγορία αποθηκών, αυτή των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, εκτιμάται πως χωρούν 5 εκατ. τόνους διοξείδιο του άνθρακα η μία και 20 εκατ. η άλλη. Μια δεύτερη κατηγορία αποθηκών είναι αυτή των αλμυρών-υφάλμυρων υδροφορέων, πετρωμάτων δηλαδή που είναι γεμάτα με αλμυρό νερό και βρίσκονται σε βάθη άνω του ενός χιλιομέτρου. Μέχρι σήμερα έχει εκτιμηθεί το δυναμικό τέτοιων αποθηκών στην ιζηματογενή λεκάνη του Πρίνου, στην ανατολική λεκάνη Θεσσαλονίκης και Θερμαϊκού Κόλπου και στη Μεσοελληνική Αύλακα (περιοχή από την Καρδίτσα έως τα σύνορα με την Αλβανία). Οι συγκεκριμένες αποθήκες είναι ικανές να δεχθούν στα σπλάχνα τους 10 δισεκατομμύρια τόνους CO2. Η αποθήκευση των αερίων είναι εξασφαλισμένη, σύμφωνα με το ΙΓΜΕ, από τη στιγμή που οι αποθήκες διερευνώνται εξονυχιστικά, η κατασκευή των γεωτρήσεων εισπίεσης του διοξειδίου του άνθρακα είναι άριστη, η θέση και η πορεία των αερίων παρακολουθούνται συνεχώς, ενώ ο κίνδυνος διαρροής λόγω της υψηλής σεισμικότητας της χώρας είναι ελάχιστος.
Το CCS έχει χαρακτηριστεί ως μία από τις πιο ελπιδοφόρες νέες τεχνολογίες που μπορούν να προσφέρουν άμεσα σημαντικές μειώσεις των εκπομπών ρύπων του θερμοκηπίου σε παγκόσμια κλίμακα. Σύμφωνα με την IPCC (διεθνείς ομάδα για την αλλαγή του κλίματος), η τεχνολογία CCS θα μπορούσε να συνεισφέρει μέχρι και 55% στην προσπάθεια περιορισμού των εκπομπών που απαιτείται μέχρι το 2100, για τη σταθεροποίηση των συγκεντρώσεων των ρύπων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα.
Αρχή λειτουργίας CCS
Το CCS είναι μια διαδικασία η οποία περιλαμβάνει 3 βασικά στάδια:
1. Τη δέσμευση του διοξειδίου του άνθρακα από τις εκπομπές μεγάλων ενεργειακών και βιομηχανικών εγκαταστάσεων, προτού εισέλθουν στην ατμόσφαιρα.
2. Τη μεταφορά και
3. Την επακόλουθη αποθήκευση του διοξειδίου του άνθρακα σε υπόγειους γεωλογικούς σχηματισμούς, με σκοπό τη μακροπρόθεσμη απομόνωσή του από την ατμόσφαιρα.
Κατά το στάδιο της δέσμευσης, το διοξείδιο του άνθρακα μπορεί να συλληφθεί είτε πριν τη καύση (pre-combustion), είτε μετά την καύση (post-combustion) ή και με άλλες τεχνολογίες καύσης (π.χ. oxy-fuel). Πιθανές εγκαταστάσεις στις οποίες το CCS μπορεί να εφαρμοστεί περιλαμβάνουν κυρίως μεγάλες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής (από ορυκτά καύσιμα και ιδιαίτερα γαιάνθρακα), αλλά και βιομηχανικές εγκαταστάσεις, όπως τσιμεντοβιομηχανία, διυλιστήρια και μονάδες επεξεργασίας φυσικού αερίου, χαλυβουργία, πετροχημικά συγκροτήματα και μονάδες παραγωγής αμμωνίας, συνθετικών καυσίμων και υδρογόνου.
Η μεταφορά του CO2 μπορεί να γίνει με αγωγούς, που αποτελεί την οικονομικότερη μέθοδο συνολικά, ή με πλοία, που αποτελεί την οικονομικότερη μέθοδο για μεγάλες αποστάσεις (περίπου 1700 χμ. και άνω).
Η αποθήκευση του διοξειδίου του άνθρακα μπορεί να γίνει σε υπόγειους και υποθαλάσσιους γεωλογικούς σχηματισμούς, όπως σε εξαντλημένους ταμιευτήρες πετρελαίου και αερίου, σε αλατούχους υδροφόρους ορίζοντες μεγάλου βάθους, σε ταμιευτήρες μη εξορυγμένου γαιάνθρακα, σε υποθαλάσσιες υδάτινες στήλες και μέσω ορυκτοποίησης. Το διοξείδιο του άνθρακα, θα εγχέεται σε ένα στρώμα ιζήματος πάχους 300 μέτρων, το οποίο θα βρίσκεται σε βάθος όχι λιγότερο από 3.000 μέτρα, και εκεί θα αποθηκεύεται. Σε αυτές τις συνθήκες το CO2 θα είναι πολύ δύσκολο να απελευθερωθεί, και θα παραμένει ανεπηρέαστο από κάθε είδους γεωμηχανική διαταραχή. Στις πολύ υψηλές πιέσεις και θερμοκρασίες που επικρατούν σε αυτά τα βάθη, το CO2 βρίσκεται στην υγρή κατάσταση και είναι πυκνότερο από το ιζηματογενές υλικό. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα το CO2 να είναι βαρυτικά σταθερό. Το διοξείδιο του άνθρακα πολύ αργά θα διαλυθεί στο ρευστό ίζημα και θα καταβυθιστεί σε μεγαλύτερα βάθη.
Εγκαταστάσεις οι οποίες συλλέγουν και απομονώνουν εκπεμπόμενα αέρια έχουν είδη προταθεί για εφαρμογή στην Σκοτία, στην Καλιφόρνια, και στην Αυστραλία. Η εγκατάσταση στη Σκοτία θα είναι έτοιμη για λειτουργία το 2010.
Eφαρμογή της μεθόδου
Οι Βρετανικοί και Νορβηγικοί πετρελαϊκοί όμιλοι - Shell και Statoil - ανακοίνωσαν σχέδια για να θάψουν κάτω από τον πυθμένα της Βόρειας Θάλασσας το διοξείδιο του άνθρακα. Το διοξείδιο του άνθρακα θα είναι αυτό που εκλύεται από θερμοηλεκτρικά εργοστάσια στη Νορβηγία και θα το διοχετεύσουν μέσα σε παλιά υπεράκτια κοιτάσματα πετρελαίου για να απομακρύνουν από αυτά όσο πετρέλαιο έχει απομείνει. Το κόστος των 1.2 έως 1.5 δισ. ευρώ της επιχείρησης θα το επωμιστούν οι κυβερνήσεις.
Αυτή η διαδικασία κάποιοι την βλέπουν και σαν μια προσπάθεια να περιορίσουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου αλλά και να αξιοποιήσουν καλύτερα τα υπάρχοντα κοιτάσματα πετρελαίου. Κι αυτό γιατί το διοξείδιο του άνθρακα όπως αναφέραμε είναι το κυριότερο από τα αέρια που προκαλούν την παγκόσμια θέρμανση και έτσι θα παραμένει για πάντα παγιδευμένο στον πυθμένα.
Η Statoil ήδη αφαιρεί διοξείδιο του άνθρακα από ένα φυσικό πηγάδι αερίου και το αποθηκεύει κάτω από πυθμένα της Βόρειας Θάλασσας, ενώ άλλες εταιρείες χρησιμοποιούν ήδη συμπιεσμένο διοξειδίου του άνθρακα για να αξιοποιήσουν καλύτερα τα κοιτάσματα πετρελαίου στο Τέξας της Βόρειας Αμερικής. Κάθε χρόνο θάβονται περίπου 30 εκατομμύρια τόνοι διοξειδίου το χρόνο, σε μια προσπάθεια που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970 για να αυξηθεί η ανάκτηση του πετρελαίου από τα κοιτάσματα.
Μειονεκτήματα της μεθόδου CCS
Πριν το CΟ2 διοχετευθεί στο έδαφος, συμπιέζεται έως ότου φτάσει σε υπερκρίσιμη κατάσταση - γίνεται εξαιρετικά πυκνό και παχύρρευστο, ενώ συμπεριφέρεται περισσότερο σαν υγρό παρά σαν αέριο. Σε αυτή τη μορφή, το CΟ2 πρέπει να παραμένει παγιδευμένο στο έδαφος για χιλιάδες χρόνια, αν όχι για πάντα. Ο κίνδυνος είναι μήπως μηχανικοί κατά λάθος «αποσυμπιέσουν» μία τέτοια δεξαμενή ενώ ψάχνουν για πετρέλαιο ή φυσικό αέριο. Υπάρχει επίσης το ενδεχόμενο το διοξείδιο του άνθρακα ν' αρχίσει να διαρρέει αργά μέσω φυσικών ρωγμών στα υπόγεια πετρώματα και έτσι να καταλήξει σε υπόγεια και κελάρια.
Άλλο ένα μειονέκτημα αποτελεί το κόστος. Το σημερινό τυπικό κόστος του CCS στις εγκαταστάσεις παραγωγής ενέργειας μπορεί να κυμανθεί από 30 $ ως 90 $/t CO2. Το κόστος αυτό καθιστά το CCS όχι μόνο μη ανταγωνιστικό, σε σχέση με άλλες τεχνολογίες μείωσης των ρύπων του θερμοκηπίου (π.χ. κάποιες μορφές ανανεώσιμων πηγών ενέργειας), αλλά και απαγορευτικό, σε σχέση με τις τωρινές τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων (25 € ανά τόνο CO2), χωρίς την παροχή κάποιων επιπλέον κινήτρων. Παρόλα αυτά, το κόστος της δέσμευσης διοξειδίου του άνθρακα στις εγκαταστάσεις παραγωγής ενέργειας θα μπορούσε να μειωθεί 20% με 30% κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας, λόγω νέων τεχνολογιών που είναι ακόμα στη φάση έρευνας ή επίδειξης. Οι δαπάνες της μεταφοράς και της αποθήκευσης του CO2 θα μπορούσαν και αυτές να μειωθούν περαιτέρω, λόγω ωρίμανσης της τεχνολογίας και των σχετικών οικονομιών κλίμακας. Έτσι, λοιπόν, το συνολικό κόστος για το CCS αναμένεται να μειωθεί, ίσως, σε λιγότερο από 20-25 $/t CO2 μέχρι το 2030. Επιπλέον, η JPMorgan εκτιμά πως μετά το 2012 η τιμή των δικαιωμάτων ρύπων CO2 θα διαμορφωθεί κοντά στα 30 €/t CO2 και στα 40 €/t CO2 μετά το 2020. Σύμφωνα με τα παραπάνω, το CCS αναμένεται να γίνει ανταγωνιστικό σε λιγότερο, ίσως, από μία δεκαετία.
Το CCS στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα ο τομέας ηλεκτροπαραγωγής, με ετήσιες εκπομπές 54 εκ. CO2, ευθύνεται για το 40% σχεδόν των συνολικών ετήσιων εκπομπών της χώρας ποσοστό που ξεπερνά κατά πολύ το μέσο όρο της Ε.Ε. Η πιθανή εφαρμογή της τεχνολογίας CCS στην Ελλάδα θα μπορούσε να είναι ευρεία, λόγω και της διαδεδομένης χρησιμοποίησης γαιάνθρακα για ηλεκτροπαραγωγική δραστηριότητα. Για παράδειγμα, μια πλήρης εφαρμογή του CCS για μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που χρησιμοποιούν γαιάνθρακα ως πρώτη ύλη θα μπορούσε θεωρητικά να συνεισφέρει στον περιορισμό των εκπομπών τους μέχρι και 70-80%, το οποίο θα αντιστοιχούσε σε μια μείωση περίπου 20-25% των εθνικών μας εκπομπών. Κάτι τέτοιο, βέβαια, είναι ρεαλιστικά αδύνατο στο προσεχές μέλλον, τόσο για οικονομικούς, όσο και για πρακτικούς λόγους που έχουν να κάνουν με τη διαθεσιμότητα, αλλά και με την καταλληλότητα των χώρων αποθήκευσης
Σύμφωνα βέβαια με το ΙΓΜΕ, έχουν εντοπιστεί τέσσερις περιοχές που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως χώροι μελλοντικής αποθήκευσης των αερίων. Οι δύο μεγαλύτερες βρίσκονται στη Β. Ελλάδα, η μία στα κοιτάσματα φυσικού αερίου της νότιας Καβάλας που έχουν εξαντληθεί και η δεύτερη στα κοιτάσματα πετρελαίου του Πρίνου που προοδευτικά εξαντλούνται. Οι κοιλότητες των κοιτασμάτων που υπάρχουν εκεί και αποτελούν τη μία κατηγορία αποθηκών, αυτή των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, εκτιμάται πως χωρούν 5 εκατ. τόνους διοξείδιο του άνθρακα η μία και 20 εκατ. η άλλη. Μια δεύτερη κατηγορία αποθηκών είναι αυτή των αλμυρών-υφάλμυρων υδροφορέων, πετρωμάτων δηλαδή που είναι γεμάτα με αλμυρό νερό και βρίσκονται σε βάθη άνω του ενός χιλιομέτρου. Μέχρι σήμερα έχει εκτιμηθεί το δυναμικό τέτοιων αποθηκών στην ιζηματογενή λεκάνη του Πρίνου, στην ανατολική λεκάνη Θεσσαλονίκης και Θερμαϊκού Κόλπου και στη Μεσοελληνική Αύλακα (περιοχή από την Καρδίτσα έως τα σύνορα με την Αλβανία). Οι συγκεκριμένες αποθήκες είναι ικανές να δεχθούν στα σπλάχνα τους 10 δισεκατομμύρια τόνους CO2. Η αποθήκευση των αερίων είναι εξασφαλισμένη, σύμφωνα με το ΙΓΜΕ, από τη στιγμή που οι αποθήκες διερευνώνται εξονυχιστικά, η κατασκευή των γεωτρήσεων εισπίεσης του διοξειδίου του άνθρακα είναι άριστη, η θέση και η πορεία των αερίων παρακολουθούνται συνεχώς, ενώ ο κίνδυνος διαρροής λόγω της υψηλής σεισμικότητας της χώρας είναι ελάχιστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου